φυτεύει

φυτεύει
φυτεύω
of the thing planted
pres ind mp 2nd sg
φυτεύω
of the thing planted
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυτεύω — ΝΜΑ [φυτόν] 1. τοποθετώ στη γη σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού προκειμένου να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί 2. βάζω φυτά σε μια μεγάλη εδαφική έκταση (α. «φύτεψε τρία στρέμματα καπνό» β. «γῆν φυτεύειν», Πλούτ.) νεοελλ. χώνω βαθιά, μπήγω («τού φύτεψε… …   Dictionary of Greek

  • Locutions Et Expressions Grecques — Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Α …   Wikipédia en Français

  • Locutions et expressions Grecques — Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Α …   Wikipédia en Français

  • Locutions et expressions grecques — Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Α …   Wikipédia en Français

  • αναδασωτής — ο (θηλ. ώτρια) [αναδασώσω] αυτός που αναλαμβάνει ή εκτελεί την αναδάσωση, που φυτεύει δέντρα σε αποψιλωμένους χώρους …   Dictionary of Greek

  • αποφυτεία — ἀποφυτεία, η (Α) το να φυτεύει κανείς παραφυάδες ή κλάδους από άλλα φυτά …   Dictionary of Greek

  • δενδροφύτευση — η το φύτεμα δένδρων, το να φυτεύει κανείς δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δενδροφυτεύω. Η λ., στον λόγιο τ. δενδροφύτευσις, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

  • εμφυτευτής — ο (AM ἐμφυτευτής) αυτός που νοικιάζει με μακροχρόνια μίσθωση ξένο κτήμα με δικαίωμα να το καλλιεργεί, να δημιουργεί φυτεία σ αυτό νεοελλ. αυτός που φυτεύει …   Dictionary of Greek

  • μεταφυτεία — μεταφυτεία, ἡ (Α) [μεταφυτεύω] 1. το να φυτεύει κανείς ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλο, μεταφύτευση 2. χρήση διαφορετικού τύπου καλλιέργειας …   Dictionary of Greek

  • ξυλαμητής — ξυλαμητής, ὁ (Α) [ξυλαμώ] αυτός που σπέρνει, που φυτεύει, ο σπορέας, ο φυτευτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”